άβαθος

άβαθος
(I)
-η, -ο [βάθος]
ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός.
————————
(II)
-η, -ο
ο πολύ βαθύς, άπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α επιτακ. + βάθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άβαθος — η, ο αυτός που δεν έχει βάθος, ο ρηχός: Στο σημείο εκείνο η θάλασσα ήταν άβαθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχλός — ή, ό άβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε < αναχνός (με ανομοίωση του ν προς λ ) < *αναγνός (< ανα * + αγνός, πρβλ. παιγνίδι παιχνίδι) είτε < ανάχνοος] …   Dictionary of Greek

  • ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… …   Dictionary of Greek

  • ασεβής — ές και άσεβος, η ο (AM ἀσεβής, ές) αυτός που δεν σέβεται τα θεία, ο βέβηλος ή ο ιερόσυλος νεοελλ. 1. αυτός που φέρεται με ασέβεια προς τους άξιους σεβασμού 2. αυτός που εκδηλώνει ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασεβής < α στερ. + σεβής < σέβας, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ανάρηχος — η, ο πολύ ρηχός, άβαθος: Στο μέρος εκείνο το ποτάμι ήταν ανάρηχο το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιφανειακός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφάνεια, που είναι της επιφάνειας, άβαθος: Επιφανειακή ρωγμή του τοίχου. 2. μτφ., που γίνεται στην επιφάνεια, επιπόλαιος, ψεύτικος: Επιφανειακό ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”